- σαραντίζω
- σαράντισα1. συμπληρώνω σαράντα μέρες: Σαράντισε το παιδί. – Δε σαράντισε ακόμη ο άντρας της, και αυτή πέταξε τα μαύρα.2. κλείνω τα σαράντα χρόνια: Σαράντισε κι ακόμη μυαλό δεν έβαλε.3. συμπληρώνω σαράντα μέρες από τότε που γέννησα: Η γυναίκα του δε σαράντισε ακόμη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.